βασιλεύουσα

βασιλεύουσα
η
βλ. βασιλεύω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • βασιλεύουσα — βασιλεύω to be king pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βασιλευούσας — βασιλευούσᾱς , βασιλεύω to be king pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic) βασιλευούσᾱς , βασιλεύω to be king pres part act fem gen sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Kyriakos Charalambides — Infobox Writer name = Kyriakos Charalambides imagesize = 200px caption = pseudonym = birthdate = 31 January 1940 birthplace = Achna, Famagusta, Cyprus deathdate = deathplace = occupation = Poet nationality = Greek Cypriot flagicon|Cyprus period …   Wikipedia

  • Константинополь — У этого термина существуют и другие значения, см. Константинополь (значения). Эта статья рассказывает об истории Стамбула до 1453 года …   Википедия

  • Μονάρχια — Μορφή διακυβέρνησης που, κατά την αριστοτελική ταξινόμηση, παραβαλόταν ως «αρχή του ενός», με την αριστοκρατία (αρχή των καλύτερων) και τη δημοκρατία (αρχή του λαού). Στη νεώτερη, όμως, πολιτική θεωρία, η μ. πήρε αρκετά διαφορετική έννοια, η… …   Dictionary of Greek

  • Τροία — Αρχαία πόλη της Τρωάδας, περιοχής της βορειοδυτικής Μικράς Ασίας, την οποία οι Έλληνες την ονόμαζαν και Ίλιον. Η μυθική παράδοση, που μεταβιβάστηκε κυρίως με τα ομηρικά ποιήματα και τους Έλληνες τραγικούς ποιητές, ανήγαγε την αρχή της πόλης στον… …   Dictionary of Greek

  • βασιλεύω — (AM βασιλεύω) Ι. 1. είμαι ή γίνομαι βασιλιάς 2. ασκώ τη βασιλική εξουσία ή (γενικότερα) κυβερνώ, διοικώ 3. ζω βασιλικά, με βασιλική άνεση μσν. νεοελλ. 1. δύω («ο ήλιος βασιλεύει κι η μέρα σώνεται», «βασίλευσεν ὁ ἥλιος κι ἔφθασεν ἡ ἑσπέρα») 2.… …   Dictionary of Greek

  • κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι …   Dictionary of Greek

  • μοναρχία — Μορφή διακυβέρνησης που, κατά την αριστοτελική ταξινόμηση, παραβαλόταν ως «αρχή του ενός», με την αριστοκρατία (αρχή των καλύτερων) και τη δημοκρατία (αρχή του λαού). Στη νεώτερη, όμως, πολιτική θεωρία, η μ. πήρε αρκετά διαφορετική έννοια, η… …   Dictionary of Greek

  • τροιά — Αρχαία πόλη της Τρωάδας, περιοχής της βορειοδυτικής Μικράς Ασίας, την οποία οι Έλληνες την ονόμαζαν και Ίλιον. Η μυθική παράδοση, που μεταβιβάστηκε κυρίως με τα ομηρικά ποιήματα και τους Έλληνες τραγικούς ποιητές, ανήγαγε την αρχή της πόλης στον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”